αντεργατικός

αντεργατικός
-ή, -ό
εχθρικός προς τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των εργατών: Οι εργάτες θεωρούν αντεργατικό το νόμο για τα σωματεία που θα φέρει η κυβέρνηση στη Βουλή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντεργατικός — ή, ό ο αντίθετος στα εργατικά συμφέροντα, ο εχθρικός απέναντι στους εργάτες και στο εργατικό κίνημα («αντεργατική νομοθεσία», «αντεργατική πολιτική») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”